Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
soil
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
soil
soils
soil
(en)
(
κυριολεκτικά
και
μεταφορικά
)
το
χώμα
, το
έδαφος
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
soil
γ΄
ενικό
ενεστώτα
soils
αόριστος
soiled
παθητική μετοχή
soiled
ενεργητική
μετοχή
soiling
soil
(en)
λερώνω
,
λερώνομαι
⮡
The baby
soiled
itself again.
Το μωρό
λερώθηκε
πάλι.
⮡
White clothes are
soiled
often.
Tα άσπρα ρούχα
λερώνουν
πολύ συχνά.
≈
συνώνυμα
:
dirty