Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
soil soils

soil (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας soil
γ΄ ενικό ενεστώτα soils
αόριστος soiled
παθητική μετοχή soiled
ενεργητική μετοχή soiling

soil (en)