Ετυμολογία

επεξεργασία
ρουφιανεύω < ρουφιάν(ος) + -εύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾu.fçaˈne.vo/

ρουφιανεύω, αόρ.: ρουφιάνεψα, χωρίς παθητική φωνή

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία