Ετυμολογία

επεξεργασία
ρουφιανεύω < ρουφιάν(ος) + -εύω

ρουφιανεύω, αόρ.: ρουφιάνεψα, χωρίς παθητική φωνή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία