Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κατασκοπεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατασκοπεύω[1] < αρχαία ελληνική κατασκοπέω / κατασκοπῶ < κατάσκοπος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.skoˈpe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐σκο‐πεύ‐ω

  ΡήμαΕπεξεργασία

κατασκοπεύω, αόρ.: κατασκόπευα, παθ.φωνή: κατασκοπεύομαι

  1. είμαι κατάσκοπος, επιχειρώ να βρω και να αποκαλύψω κρυφά κρατικά, στρατιωτικά ή άλλα μυστικά (μιας χώρας, μιας εταιρείας κ.λπ.)
  2. επιχειρώ να βρω, για να αποκαλύψω ή για άλλους προσωπικούς λόγους, μυστικά ή κρυφές κινήσεις κάποιου ή κάποιων

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

Σε πολλά λεξικά, χωρίς παθητική φωνή [2][3]

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. κατασκοπεύω Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). 
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  ΠηγέςΕπεξεργασία