κατασκοπεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακατασκοπεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατασκοπεύω[1] < αρχαία ελληνική κατασκοπέω / κατασκοπῶ < κατάσκοπος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.skoˈpe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐σκο‐πεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακατασκοπεύω, αόρ.: κατασκόπευα, παθ.φωνή: κατασκοπεύομαι
- είμαι κατάσκοπος, επιχειρώ να βρω και να αποκαλύψω κρυφά κρατικά, στρατιωτικά ή άλλα μυστικά (μιας χώρας, μιας εταιρείας κ.λπ.)
- επιχειρώ να βρω, για να αποκαλύψω ή για άλλους προσωπικούς λόγους, μυστικά ή κρυφές κινήσεις κάποιου ή κάποιων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κατάσκοπος
Κλίση
επεξεργασίαΣε πολλά λεξικά, χωρίς παθητική φωνή [2][3]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκοπεύω | κατασκόπευα | θα κατασκοπεύω | να κατασκοπεύω | κατασκοπεύοντας | |
β' ενικ. | κατασκοπεύεις | κατασκόπευες | θα κατασκοπεύεις | να κατασκοπεύεις | κατασκόπευε | |
γ' ενικ. | κατασκοπεύει | κατασκόπευε | θα κατασκοπεύει | να κατασκοπεύει | ||
α' πληθ. | κατασκοπεύουμε | κατασκοπεύαμε | θα κατασκοπεύουμε | να κατασκοπεύουμε | ||
β' πληθ. | κατασκοπεύετε | κατασκοπεύατε | θα κατασκοπεύετε | να κατασκοπεύετε | κατασκοπεύετε | |
γ' πληθ. | κατασκοπεύουν(ε) | κατασκόπευαν κατασκοπεύαν(ε) |
θα κατασκοπεύουν(ε) | να κατασκοπεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασκόπευσα | θα κατασκοπεύσω | να κατασκοπεύσω | κατασκοπεύσει | ||
β' ενικ. | κατασκόπευσες | θα κατασκοπεύσεις | να κατασκοπεύσεις | κατασκόπευσε | ||
γ' ενικ. | κατασκόπευσε | θα κατασκοπεύσει | να κατασκοπεύσει | |||
α' πληθ. | κατασκοπεύσαμε | θα κατασκοπεύσουμε | να κατασκοπεύσουμε | |||
β' πληθ. | κατασκοπεύσατε | θα κατασκοπεύσετε | να κατασκοπεύσετε | κατασκοπεύστε | ||
γ' πληθ. | κατασκόπευσαν κατασκοπεύσαν(ε) |
θα κατασκοπεύσουν(ε) | να κατασκοπεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασκοπεύσει | είχα κατασκοπεύσει | θα έχω κατασκοπεύσει | να έχω κατασκοπεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασκοπεύσει | είχες κατασκοπεύσει | θα έχεις κατασκοπεύσει | να έχεις κατασκοπεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατασκοπεύσει | είχε κατασκοπεύσει | θα έχει κατασκοπεύσει | να έχει κατασκοπεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκοπεύσει | είχαμε κατασκοπεύσει | θα έχουμε κατασκοπεύσει | να έχουμε κατασκοπεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκοπεύσει | είχατε κατασκοπεύσει | θα έχετε κατασκοπεύσει | να έχετε κατασκοπεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασκοπεύσει | είχαν κατασκοπεύσει | θα έχουν κατασκοπεύσει | να έχουν κατασκοπεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκοπεύω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κατασκοπεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατασκοπεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατασκοπεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.