κατασκοπεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατασκοπεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κατασκοπεύω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκοπεύομαι | κατασκοπευόμουν(α) | θα κατασκοπεύομαι | να κατασκοπεύομαι | ||
β' ενικ. | κατασκοπεύεσαι | κατασκοπευόσουν(α) | θα κατασκοπεύεσαι | να κατασκοπεύεσαι | (κατασκοπεύου) | |
γ' ενικ. | κατασκοπεύεται | κατασκοπευόταν(ε) | θα κατασκοπεύεται | να κατασκοπεύεται | ||
α' πληθ. | κατασκοπευόμαστε | κατασκοπευόμαστε κατασκοπευόμασταν |
θα κατασκοπευόμαστε | να κατασκοπευόμαστε | ||
β' πληθ. | κατασκοπεύεστε | κατασκοπευόσαστε κατασκοπευόσασταν |
θα κατασκοπεύεστε | να κατασκοπεύεστε | (κατασκοπεύεστε) | |
γ' πληθ. | κατασκοπεύονται | κατασκοπεύονταν κατασκοπευόντουσαν |
θα κατασκοπεύονται | να κατασκοπεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασκοπεύτηκα | θα κατασκοπευτώ | να κατασκοπευτώ | κατασκοπευτεί | ||
β' ενικ. | κατασκοπεύτηκες | θα κατασκοπευτείς | να κατασκοπευτείς | κατασκοπεύσου | ||
γ' ενικ. | κατασκοπεύτηκε | θα κατασκοπευτεί | να κατασκοπευτεί | |||
α' πληθ. | κατασκοπευτήκαμε | θα κατασκοπευτούμε | να κατασκοπευτούμε | |||
β' πληθ. | κατασκοπευτήκατε | θα κατασκοπευτείτε | να κατασκοπευτείτε | κατασκοπευτείτε | ||
γ' πληθ. | κατασκοπεύτηκαν κατασκοπευτήκαν(ε) |
θα κατασκοπευτούν(ε) | να κατασκοπευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατασκοπευτεί | είχα κατασκοπευτεί | θα έχω κατασκοπευτεί | να έχω κατασκοπευτεί | κατασκοπευμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατασκοπευτεί | είχες κατασκοπευτεί | θα έχεις κατασκοπευτεί | να έχεις κατασκοπευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατασκοπευτεί | είχε κατασκοπευτεί | θα έχει κατασκοπευτεί | να έχει κατασκοπευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκοπευτεί | είχαμε κατασκοπευτεί | θα έχουμε κατασκοπευτεί | να έχουμε κατασκοπευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκοπευτεί | είχατε κατασκοπευτεί | θα έχετε κατασκοπευτεί | να έχετε κατασκοπευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασκοπευτεί | είχαν κατασκοπευτεί | θα έχουν κατασκοπευτεί | να έχουν κατασκοπευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκοπεύομαι
|