↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασκοπευμένος η κατασκοπευμένη το κατασκοπευμένο
      γενική του κατασκοπευμένου της κατασκοπευμένης του κατασκοπευμένου
    αιτιατική τον κατασκοπευμένο την κατασκοπευμένη το κατασκοπευμένο
     κλητική κατασκοπευμένε κατασκοπευμένη κατασκοπευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασκοπευμένοι οι κατασκοπευμένες τα κατασκοπευμένα
      γενική των κατασκοπευμένων των κατασκοπευμένων των κατασκοπευμένων
    αιτιατική τους κατασκοπευμένους τις κατασκοπευμένες τα κατασκοπευμένα
     κλητική κατασκοπευμένοι κατασκοπευμένες κατασκοπευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασκοπευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατασκοπεύω

  Επίθετο

επεξεργασία

κατασκοπευμένος[1]

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κατασκοπευμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)