καταδίδω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταδίδω < μεσαιωνική ελληνική καταδίδω < κατά + δίδω < αρχαία ελληνική δίδωμι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈði.ðo/
Ρήμα
επεξεργασίακαταδίδω (παθητική φωνή: καταδίδομαι)
- προδίδω, καταγγέλλω κάτι ή κάποιον παράνομο, αποκαλύπτω (με μυστικότητα) κρυφά πράγματα
Συγγενικά
επεξεργασία- κατάδοση
- καταδότης
- καταδοτικός
- καταδότρα
- καταδότρια
- → δείτε τις λέξεις κατά και δίνω