ενεστώτας inform
γ΄ ενικό ενεστώτα informs
αόριστος informed
παθητική μετοχή informed
ενεργητική μετοχή informing

inform (en)

  • ενημερώνω, πληροφορώ, ειδοποιώ
    ⮡  I was informed/'I informed him about her intentions.
    Ενημερώθηκα/Τον ενημέρωσα για τις προσθέσεις της.
    ⮡  I was informed by a reliable source that…
    Πληροφορούμαι από αξιόπιστη πηγή ότι…
    ⮡  The scouts informed us that the enemy was near.
    Οι ανιχνευτές μάς ειδοποίησαν ότι ο εχθρός βρισκόταν κοντά.