inform
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | inform |
γ΄ ενικό ενεστώτα | informs |
αόριστος | informed |
παθητική μετοχή | informed |
ενεργητική μετοχή | informing |
ΡήμαΕπεξεργασία
inform (en)
ενεστώτας | inform |
γ΄ ενικό ενεστώτα | informs |
αόριστος | informed |
παθητική μετοχή | informed |
ενεργητική μετοχή | informing |
inform (en)