Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός informed
συγκριτικός more informed
υπερθετικός most informed

informed (en)

  • πληροφορημένος, ενημερωμένος, έχω ή δείχνω πολλές γνώσεις για ένα συγκεκριμένο θέμα ή κατάσταση
    ⮡  To keep informed about medicine, you need to read a lot.
    Για να είσαι ενημερωμένος στην ιατρική, πρέπει να διαβάζεις πολύ.
    ⮡  He should keep me informed of his every move.
    Να με ενημερώνει για κάθε του ενέργεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη learned
    → και δείτε τις λέξεις ill-informed και well-informed

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

informed (en)