Ετυμολογία

επεξεργασία
learned < ... Μορφολογικά αναλύεται σε learn + -ed

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός learned
συγκριτικός more learned
υπερθετικός most learned

learned (en)

  1. (επίσημο) ο πολυμαθής, ο μορφωμένος, ο διαβασμένος, o σπουδαγμένος (λαϊκά), ο καταρτισμένος, ο λόγιος, έχω πολλές γνώσεις γιατί έχω σπουδάσει και διαβάσει πολύ
    ⮡ My learned friend disagrees and I trust him on that.
    Ο μορφωμένος φίλος μου διαφωνεί και θα συμφωνήσω μαζί του επ' αυτού. (έχω εμπιστοσύνη στη γνώμη του και τείνω να συμφωνήσω με αυτήν)
     συνώνυμα:  erudite, informed, knowledgeable, well-read και well-informed
  2. κάτι που έχει μάθει κάποιος, που το έχει διδαχεί (σε αντιδιαστολή συνήθως προς αυτό που έχει κληρονομήσει, που το συναισθάνεται εκ γενετής)
    ⮡  This is learned behavior.
    Είναι συμπεριφορά που αποτελεί προϊόν εκπαίδευσης/ανατροφής. (δεν αποτελεί ενστικτώδη συμπεριφορά)

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

learned (en)