Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταρτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταρτισμέν
ος
η
καταρτισμέν
η
το
καταρτισμέν
ο
γενική
του
καταρτισμέν
ου
της
καταρτισμέν
ης
του
καταρτισμέν
ου
αιτιατική
τον
καταρτισμέν
ο
την
καταρτισμέν
η
το
καταρτισμέν
ο
κλητική
καταρτισμέν
ε
καταρτισμέν
η
καταρτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταρτισμέν
οι
οι
καταρτισμέν
ες
τα
καταρτισμέν
α
γενική
των
καταρτισμέν
ων
των
καταρτισμέν
ων
των
καταρτισμέν
ων
αιτιατική
τους
καταρτισμέν
ους
τις
καταρτισμέν
ες
τα
καταρτισμέν
α
κλητική
καταρτισμέν
οι
καταρτισμέν
ες
καταρτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταρτισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καταρτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταρτισμένος
ιταλικά
:
preparato
(it)