καταρτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taɾ.tisˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ταρ‐τισ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
καταρτισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταρτίζω