παραθετικά
θετικός knowledgeable
συγκριτικός more knowledgeable
υπερθετικός most knowledgeable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
knowledgeable < knowledge + -able

  Επίθετο

επεξεργασία
  • γνώστης, ενημερωμένος
    ⮡  He’s knowledgeable about cars.
    Είναι γνώστης του αυτοκινήτου.
    ⮡  He is knowledgeable on the pop music topics.
    Είναι ενημερωμένος στα θέματα μουσικής ποπ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη learned