Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
knowledgeable
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
παραθετικά
θετικός
knowledgeable
συγκριτικός
more
knowledgeable
υπερθετικός
most
knowledgeable
Ετυμολογία
επεξεργασία
knowledgeable
<
knowledge
+
-able
Επίθετο
επεξεργασία
γνώστης
,
ενημερωμένος
⮡
He’s
knowledgeable
about cars.
Είναι
γνώστης
του αυτοκινήτου.
⮡
He is
knowledgeable
on the pop music topics.
Είναι
ενημερωμένος
στα θέματα μουσικής ποπ.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
learned
Πηγές
επεξεργασία
knowledgeable
-
Oxford Learner's Dictionaries