Ουσιαστικό

επεξεργασία

knowledge (en)

  • (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) οι γνώσεις, οι πληροφορίες που αποκτά κάποιος
    ⮡  I will test your knowledge.
    Θα εξετάσω τις γνώσεις σου.
    ⮡  Your technical knowledge is valuable.
    Οι τεχνικές γνώσεις σας είναι πολύτιμες.

Εκφράσεις

επεξεργασία