Ετυμολογία

επεξεργασία
common knowledge < → δείτε τις λέξεις common και knowledge

  Έκφραση

επεξεργασία

common knowledge (en)

  • (ιδιωματισμός) κοινή γνώση
    It’s common knowledge that the prime minister will introduce a new law in parliament.
    Είναι κοινή γνώση πως ο πρωθυπουργός θα φέρει νέο νόμο στο κοινοβούλιο.