ενημερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενημερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενημερώνω
Μετοχή
επεξεργασίαενημερωμένος -η -ο
- που έχει ενημερωθεί, που έχει αποκτήσει τις πιο πρόσφατες πληροφορίες για κάποιο θέμα
- (πληροφορική) (για εφαρμογή, λειτουργικό σύστημα κλπ.) που έχει ενημερωθεί, που έχει αντικατασταθεί με μια πιο πρόσφατη έκδοση ή στον οποίον έχουν προστεθεί πιο πρόσφατες διορθώσεις, λειτουργίες, κλπ.