ενήμερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ενήμερος | η | ενήμερη | το | ενήμερο |
γενική | του | ενήμερου | της | ενήμερης | του | ενήμερου |
αιτιατική | τον | ενήμερο | την | ενήμερη | το | ενήμερο |
κλητική | ενήμερε | ενήμερη | ενήμερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ενήμεροι | οι | ενήμερες | τα | ενήμερα |
γενική | των | ενήμερων | των | ενήμερων | των | ενήμερων |
αιτιατική | τους | ενήμερους | τις | ενήμερες | τα | ενήμερα |
κλητική | ενήμεροι | ενήμερες | ενήμερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενήμερος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαενήμερος, -η, -ο
- που έχει γνώση ορισμένων πραγμάτων
- που περιέχει καταγραμμένες όλες τις τελευταίες μεταβολές μιας αξίας
- ενήμερο δάνειο