ενεστώτας learn
γ΄ ενικό ενεστώτα learns
αόριστος learned, learnt
παθητική μετοχή learned, learnt
ενεργητική μετοχή learning
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɜː(r)n/

learn (en)