learn
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | learn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | learns |
αόριστος | learned, learnt |
παθητική μετοχή | learned, learnt |
ενεργητική μετοχή | learning |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
learn (en)
ενεστώτας | learn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | learns |
αόριστος | learned, learnt |
παθητική μετοχή | learned, learnt |
ενεργητική μετοχή | learning |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
learn (en)