learning
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlearning (en)
- (μη μετρήσιμο) η μάθηση, η εκμάθηση
- ↪ Learning a foreign language is a slow process.
- Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας είναι αργή διαδικασία.
- ↪ Learning a foreign language is a slow process.
Σύνθετα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαlearning (en)