διαβασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαβασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαβάζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðʝa.vaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐βα‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
διαβασμένος, -η, -ο
- που έχει διαβαστεί
- (μεταφορικά) που έχει μελετήσει ένα θέμα
- ↪ ήρθε καλά διαβασμένος στη συνάντηση
- ↪ το παιδί πάει πάντα διαβασμένο στο σχολείο
Αντώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
σύνθετα -διαβασμένος [1]
- κακοδιαβασμένος
- καλοδιαβασμένος
- κουτσοδιαβασμένος
- μισοδιαβασμένος
- νομοδιαβσμένος
- ξαναδιαβασμένος
- πολυδιαβασμένος
- χιλιοδιαβασμένος
- ψευτοδιαβασμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διαβασμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)