↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυδιαβασμένος η πολυδιαβασμένη το πολυδιαβασμένο
      γενική του πολυδιαβασμένου της πολυδιαβασμένης του πολυδιαβασμένου
    αιτιατική τον πολυδιαβασμένο την πολυδιαβασμένη το πολυδιαβασμένο
     κλητική πολυδιαβασμένε πολυδιαβασμένη πολυδιαβασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυδιαβασμένοι οι πολυδιαβασμένες τα πολυδιαβασμένα
      γενική των πολυδιαβασμένων των πολυδιαβασμένων των πολυδιαβασμένων
    αιτιατική τους πολυδιαβασμένους τις πολυδιαβασμένες τα πολυδιαβασμένα
     κλητική πολυδιαβασμένοι πολυδιαβασμένες πολυδιαβασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυδιαβασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πολυδιαβάζω. Αναλύεται σε πολυ- + διαβασμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.li.ðʝa.vaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐δια‐βα‐σμέ‐νος

πολυδιαβασμένος

  • που έχει διαβαστεί πολλές φορές, που έχει πολυδιαβαστεί
    είνα ένα ευπώλητο, πολυδιαβασμένο βιβλίο, που δεν πρέπει να λείπει απ' τη βιβλιοθήκη μας!

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία