Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλοδιαβασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καλοδιαβασμέν
ος
η
καλοδιαβασμέν
η
το
καλοδιαβασμέν
ο
γενική
του
καλοδιαβασμέν
ου
της
καλοδιαβασμέν
ης
του
καλοδιαβασμέν
ου
αιτιατική
τον
καλοδιαβασμέν
ο
την
καλοδιαβασμέν
η
το
καλοδιαβασμέν
ο
κλητική
καλοδιαβασμέν
ε
καλοδιαβασμέν
η
καλοδιαβασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καλοδιαβασμέν
οι
οι
καλοδιαβασμέν
ες
τα
καλοδιαβασμέν
α
γενική
των
καλοδιαβασμέν
ων
των
καλοδιαβασμέν
ων
των
καλοδιαβασμέν
ων
αιτιατική
τους
καλοδιαβασμέν
ους
τις
καλοδιαβασμέν
ες
τα
καλοδιαβασμέν
α
κλητική
καλοδιαβασμέν
οι
καλοδιαβασμέν
ες
καλοδιαβασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καλοδιαβασμένος
<
καλός
και
διαβασμένος
Μετοχή
επεξεργασία
καλοδιαβασμένος
που έχει διαβάσει καλά το μάθημά του, που το μελέτησε σωστά (συνήθως για μαθητές)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλοδιαβασμένος
αγγλικά
:
well-read
(en)
,
well–read
(en)
,
γενικότερα
:
erudite
(en)
,
well-versed
(en)