Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοδιαβασμένος η καλοδιαβασμένη το καλοδιαβασμένο
      γενική του καλοδιαβασμένου της καλοδιαβασμένης του καλοδιαβασμένου
    αιτιατική τον καλοδιαβασμένο την καλοδιαβασμένη το καλοδιαβασμένο
     κλητική καλοδιαβασμένε καλοδιαβασμένη καλοδιαβασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοδιαβασμένοι οι καλοδιαβασμένες τα καλοδιαβασμένα
      γενική των καλοδιαβασμένων των καλοδιαβασμένων των καλοδιαβασμένων
    αιτιατική τους καλοδιαβασμένους τις καλοδιαβασμένες τα καλοδιαβασμένα
     κλητική καλοδιαβασμένοι καλοδιαβασμένες καλοδιαβασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοδιαβασμένος < καλός και διαβασμένος

  Μετοχή επεξεργασία

καλοδιαβασμένος

  • που έχει διαβάσει καλά το μάθημά του, που το μελέτησε σωστά (συνήθως για μαθητές)

  Μεταφράσεις επεξεργασία