Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυμαθής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Συγγενικές λέξεις
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολυμαθ
ής
η
πολυμαθ
ής
το
πολυμαθ
ές
γενική
του
πολυμαθ
ούς
της
πολυμαθ
ούς
του
πολυμαθ
ούς
αιτιατική
τον
πολυμαθ
ή
την
πολυμαθ
ή
το
πολυμαθ
ές
κλητική
πολυμαθ
ή
(
ς
)
πολυμαθ
ής
πολυμαθ
ές
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολυμαθ
είς
οι
πολυμαθ
είς
τα
πολυμαθ
ή
γενική
των
πολυμαθ
ών
των
πολυμαθ
ών
των
πολυμαθ
ών
αιτιατική
τους
πολυμαθ
είς
τις
πολυμαθ
είς
τα
πολυμαθ
ή
κλητική
πολυμαθ
είς
πολυμαθ
είς
πολυμαθ
ή
Κατηγορία
όπως «
συνεχής
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
πολυμαθής
<
αρχαία ελληνική
πολυμαθής
Επίθετο
Επεξεργασία
πολυμαθής, -ής, -ές
που έχει
μάθει
πολλά πράγματα, που έχει συγκεντρώσει πολλές
γνώσεις
Συνώνυμα
Επεξεργασία
ευρυμαθής
πολύγνωρος
πολύξερος
(
οικείο
)
φωστήρας
Δείτε επίσης
Επεξεργασία
αμαθής
ημιμαθής
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
πολυμάθεια
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
πολυμαθής
αγγλικά
:
polymath
(en)
,
erudite
(en)
,
learned
(en)
γαλλικά
:
érudit
(fr)