érudit
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | érudit | érudits |
θηλυκό | érudite | érudites |
érudit (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | érudit | érudits |
θηλυκό | érudite | érudites |
érudit (fr)