ημιμαθής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιμαθής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡμιμαθής (που δεν έχει ολοκληρώσει τη μαθητεία του)· (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική demi-savant. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε ημι- + -μαθής
Επίθετο επεξεργασία
ημιμαθής, -ής, -ές
- που οι γνώσεις του είναι μπερδεμένες, ατελείς ή περιορισμένες, ιδιαίτερα σε έναν τομέα που ο ίδιος θεωρεί πως κατέχει
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιμαθής
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ημιμαθής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας