ημιμάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιμάθεια < ημιμαθής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημιμάθεια θηλυκό
- το χαρακτηριστικό του ημιμαθούς, η ελλιπής γνώση ενός αντικειμένου, η οποία συχνά δεν γίνεται αντιληπτή ως τέτοια από το ίδιο το άτομο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιμάθεια