-μαθής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -μαθής < μαθαίνω
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-μαθής
- αυτός ο οποίος γνωρίζει αρκετά καλά το αντικείμενο (κυρίως γλώσσα π.χ. ιταλομαθής) η ρίζα του οποίου χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή της λέξης
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
-μαθής
|