-μαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -μαθής | η | -μαθής | το | -μαθές |
γενική | του | -μαθούς* | της | -μαθούς | του | -μαθούς |
αιτιατική | τον | -μαθή | τη(ν) | -μαθή | το | -μαθές |
κλητική | -μαθή(ς) | -μαθής | -μαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -μαθείς | οι | -μαθείς | τα | -μαθή |
γενική | των | -μαθών | των | -μαθών | των | -μαθών |
αιτιατική | τους | -μαθείς | τις | -μαθείς | τα | -μαθή |
κλητική | -μαθείς | -μαθείς | -μαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -μαθής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -μαθής < μανθάνω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -μα‐θής
Επίθημα
επεξεργασία-μαθής, -ής, -ές
- αυτός ο οποίος γνωρίζει αρκετά καλά το αντικείμενο (κυρίως γλώσσα π.χ. ιταλομαθής) η ρίζα του οποίου χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή της λέξης
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία -μαθής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ "-μαθής" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας