↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλωσσομαθής η γλωσσομαθής το γλωσσομαθές
      γενική του γλωσσομαθούς* της γλωσσομαθούς του γλωσσομαθούς
    αιτιατική τον γλωσσομαθή τη γλωσσομαθή το γλωσσομαθές
     κλητική γλωσσομαθή(ς) γλωσσομαθής γλωσσομαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλωσσομαθείς οι γλωσσομαθείς τα γλωσσομαθή
      γενική των γλωσσομαθών των γλωσσομαθών των γλωσσομαθών
    αιτιατική τους γλωσσομαθείς τις γλωσσομαθείς τα γλωσσομαθή
     κλητική γλωσσομαθείς γλωσσομαθείς γλωσσομαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλωσσομαθής < γλώσσα + -μαθής

  Επίθετο

επεξεργασία

γλωσσομαθής -ής -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία