πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιταλομαθής η ιταλομαθής το ιταλομαθές
      γενική του ιταλομαθούς* της ιταλομαθούς του ιταλομαθούς
    αιτιατική τον ιταλομαθή την ιταλομαθή το ιταλομαθές
     κλητική ιταλομαθή(ς) ιταλομαθής ιταλομαθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιταλομαθείς οι ιταλομαθείς τα ιταλομαθή
      γενική των ιταλομαθών των ιταλομαθών των ιταλομαθών
    αιτιατική τους ιταλομαθείς τις ιταλομαθείς τα ιταλομαθή
     κλητική ιταλομαθείς ιταλομαθείς ιταλομαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ιταλομαθής < ιταλός + -μαθής (< θέμα μαθ- του ρήματος μαθαίνω)

ιταλομαθής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία