ευρυμαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευρυμαθής | η | ευρυμαθής | το | ευρυμαθές |
γενική | του | ευρυμαθούς* | της | ευρυμαθούς | του | ευρυμαθούς |
αιτιατική | τον | ευρυμαθή | την | ευρυμαθή | το | ευρυμαθές |
κλητική | ευρυμαθή(ς) | ευρυμαθής | ευρυμαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευρυμαθείς | οι | ευρυμαθείς | τα | ευρυμαθή |
γενική | των | ευρυμαθών | των | ευρυμαθών | των | ευρυμαθών |
αιτιατική | τους | ευρυμαθείς | τις | ευρυμαθείς | τα | ευρυμαθή |
κλητική | ευρυμαθείς | ευρυμαθείς | ευρυμαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαευρυμαθής
- που έχει εύρος γνώσεων, που γνωρίζει πολλά, που έχει πολλές γνώσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- ευρυμάθεια
- → δείτε τις λέξεις ευρύς και μαθαίνω