↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπουδαγμένος η σπουδαγμένη το σπουδαγμένο
      γενική του σπουδαγμένου της σπουδαγμένης του σπουδαγμένου
    αιτιατική τον σπουδαγμένο τη σπουδαγμένη το σπουδαγμένο
     κλητική σπουδαγμένε σπουδαγμένη σπουδαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπουδαγμένοι οι σπουδαγμένες τα σπουδαγμένα
      γενική των σπουδαγμένων των σπουδαγμένων των σπουδαγμένων
    αιτιατική τους σπουδαγμένους τις σπουδαγμένες τα σπουδαγμένα
     κλητική σπουδαγμένοι σπουδαγμένες σπουδαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπουδαγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σπουδάζω

σπουδαγμένος, -η, -ο

  • άλλη μορφή του σπουδασμένος
    ※  Το 1881, με οκτακόσιες δραχμές στην τσέπη -κονδύλι που του είχε εγκρίνει η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία- ο Παναγής Καββαδίας, ένας Κεφαλονίτης αρχαιολόγος, σπουδαγμένος στη Γερμανία, ξεκίνησε τις ανασκαφές στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. (18 Νοεμβρίου 2012, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία