Ετυμολογία

επεξεργασία

σπουδάζω, αόρ.: σπούδασα, παθ.φωνή: σπουδάζομαι, π.αόρ.: σπουδάστηκα, μτχ.π.π.: σπουδασμένος/σπουδαγμένος

  1. (αμετάβατο) (είμαι σε πανεπιστήμιο ή άλλο ανάλογο ίδρυμα και) μελετώ με τρόπο συστηματικό και ολοκληρωμένο ένα θέμα, μια επιστήμη κ.λπ.
  2. (μεταβατικό) εξασφαλίζω σε κάποιον τα απαραίτητα για τις σπουδές του

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
σπουδάζω < σπουδ(ή) + -άζω