σπουδάζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σπουδάζω < ελληνιστική κοινή σπουδάζω (ανάλογη σημασία) < αρχαία ελληνική σπουδάζω < σπουδή
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /spu.ˈða.zɔ/
ΡήμαΕπεξεργασία
σπουδάζω
- (αμετάβατο) (είμαι σε πανεπιστήμιο ή άλλο ανάλογο ίδρυμα και) μελετώ με τρόπο συστηματικό και ολοκληρωμένο ένα θέμα, μια επιστήμη κ.λπ.
- (μεταβατικό) εξασφαλίζω σε κάποιον τα απαραίτητα για τις σπουδές του
Επεξεργασία
- αξιοσπούδαστος
- αποσπουδάζω
- ασπούδαστα / ασπούδαχτα
- ασπούδαστος / ασπούδαχτος
- ιεροσπουδαστής
- πανσπουδαστικός
- περισπούδαστος
- σπούδαγμα
- σπουδαγμένος
- σπουδάζων
- σπούδασμα
- σπουδασμένος / σπουδαγμένος
- σπουδαστήριο
- σπουδαστής
- σπουδαστικός
- σπουδάστρια
- συσπουδαστής
- συσπουδάστρια
- → δείτε τις λέξεις σπουδή και σπουδαίος
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπουδάζω | σπούδαζα | θα σπουδάζω | να σπουδάζω | σπουδάζοντας | |
β' ενικ. | σπουδάζεις | σπούδαζες | θα σπουδάζεις | να σπουδάζεις | σπούδαζε | |
γ' ενικ. | σπουδάζει | σπούδαζε | θα σπουδάζει | να σπουδάζει | ||
α' πληθ. | σπουδάζουμε | σπουδάζαμε | θα σπουδάζουμε | να σπουδάζουμε | ||
β' πληθ. | σπουδάζετε | σπουδάζατε | θα σπουδάζετε | να σπουδάζετε | σπουδάζετε | |
γ' πληθ. | σπουδάζουν(ε) | σπούδαζαν σπουδάζαν(ε) |
θα σπουδάζουν(ε) | να σπουδάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπούδασα | θα σπουδάσω | να σπουδάσω | σπουδάσει | ||
β' ενικ. | σπούδασες | θα σπουδάσεις | να σπουδάσεις | σπούδασε | ||
γ' ενικ. | σπούδασε | θα σπουδάσει | να σπουδάσει | |||
α' πληθ. | σπουδάσαμε | θα σπουδάσουμε | να σπουδάσουμε | |||
β' πληθ. | σπουδάσατε | θα σπουδάσετε | να σπουδάσετε | σπουδάστε | ||
γ' πληθ. | σπούδασαν σπουδάσαν(ε) |
θα σπουδάσουν(ε) | να σπουδάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπουδάσει | είχα σπουδάσει | θα έχω σπουδάσει | να έχω σπουδάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπουδάσει | είχες σπουδάσει | θα έχεις σπουδάσει | να έχεις σπουδάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπουδάσει | είχε σπουδάσει | θα έχει σπουδάσει | να έχει σπουδάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπουδάσει | είχαμε σπουδάσει | θα έχουμε σπουδάσει | να έχουμε σπουδάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπουδάσει | είχατε σπουδάσει | θα έχετε σπουδάσει | να έχετε σπουδάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπουδάσει | είχαν σπουδάσει | θα έχουν σπουδάσει | να έχουν σπουδάσει |
|