συσπουδαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συσπουδαστής < μεσαιωνική ελληνική συσπουδαστής[1] < αρχαία ελληνική συσπουδάζω[2] < σύν + σπουδάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυσπουδαστής αρσενικό (θηλυκό συσπουδάστρια)
- αυτός που συσπουδάζει, που σπουδάζει μαζί με κάποιον άλλο ή άλλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία συσπουδαστής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συσπουδαστής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ συσπουδάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.