Ετυμολογία

επεξεργασία
συσπουδάζω < αρχαία ελληνική συσπουδάζω[1] < σύν + σπουδάζω

συσπουδάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. συσπουδάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.