Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συσπουδασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συσπουδασμέν
ος
η
συσπουδασμέν
η
το
συσπουδασμέν
ο
γενική
του
συσπουδασμέν
ου
της
συσπουδασμέν
ης
του
συσπουδασμέν
ου
αιτιατική
τον
συσπουδασμέν
ο
τη
συσπουδασμέν
η
το
συσπουδασμέν
ο
κλητική
συσπουδασμέν
ε
συσπουδασμέν
η
συσπουδασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συσπουδασμέν
οι
οι
συσπουδασμέν
ες
τα
συσπουδασμέν
α
γενική
των
συσπουδασμέν
ων
των
συσπουδασμέν
ων
των
συσπουδασμέν
ων
αιτιατική
τους
συσπουδασμέν
ους
τις
συσπουδασμέν
ες
τα
συσπουδασμέν
α
κλητική
συσπουδασμέν
οι
συσπουδασμέν
ες
συσπουδασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συσπουδασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
συσπουδάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συσπουδασμένος