↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συσπουδασμένος η συσπουδασμένη το συσπουδασμένο
      γενική του συσπουδασμένου της συσπουδασμένης του συσπουδασμένου
    αιτιατική τον συσπουδασμένο τη συσπουδασμένη το συσπουδασμένο
     κλητική συσπουδασμένε συσπουδασμένη συσπουδασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συσπουδασμένοι οι συσπουδασμένες τα συσπουδασμένα
      γενική των συσπουδασμένων των συσπουδασμένων των συσπουδασμένων
    αιτιατική τους συσπουδασμένους τις συσπουδασμένες τα συσπουδασμένα
     κλητική συσπουδασμένοι συσπουδασμένες συσπουδασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

συσπουδασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία