σπουδαστήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σπουδαστήριο < σπουδάζω + -τήριο ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Studierzimmer[1] [2] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική étude[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπουδαστήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
- ↑ σπουδαστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- 1 2 σπουδαστήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)