Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανσπουδαστικός η πανσπουδαστική το πανσπουδαστικό
      γενική του πανσπουδαστικού της πανσπουδαστικής του πανσπουδαστικού
    αιτιατική τον πανσπουδαστικό την πανσπουδαστική το πανσπουδαστικό
     κλητική πανσπουδαστικέ πανσπουδαστική πανσπουδαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανσπουδαστικοί οι πανσπουδαστικές τα πανσπουδαστικά
      γενική των πανσπουδαστικών των πανσπουδαστικών των πανσπουδαστικών
    αιτιατική τους πανσπουδαστικούς τις πανσπουδαστικές τα πανσπουδαστικά
     κλητική πανσπουδαστικοί πανσπουδαστικές πανσπουδαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανσπουδαστικός < παν- + σπουδαστικός

  Επίθετο επεξεργασία

πανσπουδαστικός

  • που αφορά όλους τους σπουδαστές ή αναφέρεται σ’ αυτούς

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία