ιεροσπουδαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιεροσπουδαστής < ιερός + -ο- + σπουδαστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιεροσπουδαστής αρσενικό
- σπουδαστής που φοιτά σε ιερατική σχολή
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιεροσπουδαστής
|
ιεροσπουδαστής αρσενικό
|