study
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
study | studies |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
study (en)
Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | study |
γ΄ ενικό ενεστώτα | studies |
αόριστος | studied |
παθητική μετοχή | studied |
ενεργητική μετοχή | studying |
study (en)