Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
study studies

study (en)

  1. η μελέτη, η σπουδή
  2. η σπουδή (στις καλές τέχνες)
  3. το γραφείο (αίθουσα μελέτης), σπουδαστήριο

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας study
γ΄ ενικό ενεστώτα studies
αόριστος studied
παθητική μετοχή studied
ενεργητική μετοχή studying

study (en)

  Πηγές επεξεργασία