Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
study studies

study (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η μελέτη, η σπουδή, η ενέργεια του μελετώ
    ⮡  a study hall - η αίθουσα μελέτης
  2. (επίσημο, πληθυντικός) οι σπουδές, μαθησιακές δραστηριότητες ενός συγκεκριμένου ατόμου, για παράδειγμα σε ένα πανεπιστήμιο
    ⮡  postgraduate studies - μεταπτυχιακές σπουδές
  3. η σπουδή (στις καλές τέχνες)
  4. το γραφείο (αίθουσα μελέτης), σπουδαστήριο
ενεστώτας study
γ΄ ενικό ενεστώτα studies
αόριστος studied
παθητική μετοχή studied
ενεργητική μετοχή studying

study (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μελετώ, σπουδάζω, η μελέτη, αφιερώνω χρόνο μαθαίνοντας για ένα θέμα, διαβάζοντας, πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο κτλ.
    ⮡  I study at Oxford.
    Σπουδάζω στην Οξφόρδη.
    ⮡  We are studying music at university.
    Σπουδάζουμε μουσική στο πανεπιστήμιο.
    ⮡  He is busy studying for tomorrow’s lessons.
    Ασχολείται με τη μελέτη των αυριανών μαθημάτων.
  2. (μεταβατικό) μελετώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά για να το καταλάβω
    ⮡  I’m studying the map.
    Μελετώ τον χάρτη.