study
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
study | studies |
study (en)
- (μη μετρήσιμο) η μελέτη, η σπουδή, η ενέργεια του μελετώ
- ⮡ a study hall - η αίθουσα μελέτης
- (επίσημο, πληθυντικός) οι σπουδές, μαθησιακές δραστηριότητες ενός συγκεκριμένου ατόμου, για παράδειγμα σε ένα πανεπιστήμιο
- ⮡ postgraduate studies - μεταπτυχιακές σπουδές
- η σπουδή (στις καλές τέχνες)
- το γραφείο (αίθουσα μελέτης), σπουδαστήριο
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | study |
γ΄ ενικό ενεστώτα | studies |
αόριστος | studied |
παθητική μετοχή | studied |
ενεργητική μετοχή | studying |
study (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μελετώ, σπουδάζω, η μελέτη, αφιερώνω χρόνο μαθαίνοντας για ένα θέμα, διαβάζοντας, πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο κτλ.
- ⮡ I study at Oxford.
- Σπουδάζω στην Οξφόρδη.
- ⮡ We are studying music at university.
- Σπουδάζουμε μουσική στο πανεπιστήμιο.
- ⮡ He is busy studying for tomorrow’s lessons.
- Ασχολείται με τη μελέτη των αυριανών μαθημάτων.
- ⮡ I study at Oxford.
- (μεταβατικό) μελετώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά για να το καταλάβω
- ⮡ I’m studying the map.
- Μελετώ τον χάρτη.
- ⮡ I’m studying the map.