σπουδάζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπουδάζων | η | σπουδάζουσα | το | σπουδάζον |
γενική | του | σπουδάζοντος & σπουδάζοντα1 |
της | σπουδάζουσας & σπουδαζούσης* |
του | σπουδάζοντος |
αιτιατική | τον | σπουδάζοντα | τη | σπουδάζουσα | το | σπουδάζον |
κλητική | σπουδάζων | σπουδάζουσα | σπουδάζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπουδάζοντες | οι | σπουδάζουσες | τα | σπουδάζοντα |
γενική | των | σπουδαζόντων | των | σπουδαζουσών | των | σπουδαζόντων |
αιτιατική | τους | σπουδάζοντες | τις | σπουδάζουσες | τα | σπουδάζοντα |
κλητική | σπουδάζοντες | σπουδάζουσες | σπουδάζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπουδάζων: μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος σπουδάζω
Μετοχή
επεξεργασίασπουδάζων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σπουδάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπουδάζων
|