Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπούδασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σπούδασμα
τα
σπουδάσμα
τ
α
γενική
του
σπουδάσμα
τ
ος
των
σπουδασμά
τ
ων
αιτιατική
το
σπούδασμα
τα
σπουδάσμα
τ
α
κλητική
σπούδασμα
σπουδάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπούδασμα
<
σπουδάζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπούδασμα
ουδέτερο
(
προφορικό
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
σπουδάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπούδασμα
αγγλικά
:
education
(en)