Ετυμολογία

επεξεργασία
education < μέση γαλλική éducation < λατινική educatio (ανατρέφω) < educo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

education (en)

  • η παιδεία, η εκπαίδευση, εκπαιδευτικός
    ⮡  The bill on education incited violent reactions.
    Το νομοσχέδιο για την παιδεία ξεσήκωσε βίαιες αντιδράσεις.
    ⮡  compulsory/free education - υποχρεωτική/δωρεάν εκπαίδευση
    ⮡  The education bill is being pushed through for a vote in parliament.
    Το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο προωθείται για ψήφιση στη βουλή.

Συγγενικά

επεξεργασία