education
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαeducation (en)
- η παιδεία, η εκπαίδευση, εκπαιδευτικός
- ⮡ The bill on education incited violent reactions.
- Το νομοσχέδιο για την παιδεία ξεσήκωσε βίαιες αντιδράσεις.
- ⮡ compulsory/free education - υποχρεωτική/δωρεάν εκπαίδευση
- ⮡ The education bill is being pushed through for a vote in parliament.
- Το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο προωθείται για ψήφιση στη βουλή.
- ⮡ The bill on education incited violent reactions.
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- education - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 271. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκπαίδευση