παραθετικά
θετικός educational
συγκριτικός more educational
υπερθετικός most educational

Ετυμολογία

επεξεργασία
educational < education + -al

educational (en)

  1. εκπαιδευτικός, που αναφέρεται ή ανήκει στην εκπαίδευση
    παράδειγμα  the educational policy of the government - η εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης
  2. εκπαιδευτικός, που αποσκοπεί στο να διδάξει κάτι
    παράδειγμα  educational software - εκπαιδευτικά λογισμικά
    παράδειγμα  educational TV - εκπαιδευτική τηλεόραση
     συνώνυμα: instructional

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη educate