educational
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | educational |
συγκριτικός | more educational |
υπερθετικός | most educational |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαeducational (en)
- εκπαιδευτικός, που αναφέρεται ή ανήκει στην εκπαίδευση
- ⮡ the educational policy of the government - η εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης
- εκπαιδευτικός, που αποσκοπεί στο να διδάξει κάτι
- ⮡ educational software - εκπαιδευτικά λογισμικά
- ⮡ educational TV - εκπαιδευτική τηλεόραση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη educate