ενεστώτας educate
γ΄ ενικό ενεστώτα educates
αόριστος educated
παθητική μετοχή educated
ενεργητική μετοχή educating

Ετυμολογία

επεξεργασία

educate (en)

  1. (μεταβατικό) εκπαιδεύω, διδάσκω κάποιον για μια χρονική περίοδο σε σχολείο, πανεπιστήμιο κτλ.
      He was educated in English.
    Εκπαιδεύτηκε στην Αγγλία.
      All their children have been educated privately.
    Όλα τα παιδιά τους έχουν εκπαιδευτεί σε ιδιωτικά σχολεία.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) μορφώνω, ενημερώνω, εκπαιδεύω, διδάσκω κάποιον για κάτι ή πώς να κάνει κάτι
      Parents try to educate their children properly.
    Οι γονείς προσπαθούν να μορφώσουν τα παιδιά τους σωστά.
      This book aims to educate its readers.
    Το βιβλίο αυτό έχει στόχο να μορφώσει τους αναγνώστες.
      The campaign is intended to educate people to respect the environment.
    Η εκστρατεία αποσκοπεί στο να μορφώσει τους ανθρώπους ώστε να σέβονται το περιβάλλον.
      We need to educate consumers about the problem with having too much debt.
    Χρειάζεται να μορφώσουμε τους καταναλωτές σχετικά με το πρόβλημα του υπερβολικού χρέους.
      Our goal is to entertain and educate.
    Ο σκοπός μας είναι η ψυχαγωγία και η μόρφωση.
      The industry wants to educate the public about the issue.
    Η βιομηχανία θέλει να ενημερώσει το κοινό για το ζήτημα.
      All the employees will be educated on how to use computers.
    Όλοι οι υπάλληλοι θα εκπαιδευτούν στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών.
      Children must be educated on the dangers of drugs.
    Τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται τους κινδύνους των ναρκωτικών.

Συγγενικά

επεξεργασία