ill-informed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | ill-informed |
συγκριτικός | more ill-informed |
υπερθετικός | most ill-informed |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ill-informed (en)
- μην ενημερωμένος
- ⮡ I’m ill-informed about Greek politics.
- Δεν είμαι ενημερωμένη στα πολιτικά της Ελλάδας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ignorant
- ≠ αντώνυμα: well-informed
- ⮡ I’m ill-informed about Greek politics.