μυστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυστικότητα < (καθαρεύουσα) μυστικότης < μυστικός + -ότης < αρχαία ελληνική μυστικός < μύστης < μυέω / μυῶ < μύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meue-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυστικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του μυστικού
- η προσπάθεια να κρατηθεί κάτι μυστικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυστικότητα