ενεστώτας besmirch
γ΄ ενικό ενεστώτα besmirches
αόριστος besmirched
παθητική μετοχή besmirched
ενεργητική μετοχή besmirching

besmirch (en) (επίσημο)

  • κηλιδώνω, βλάπτω τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για κάποιον ή κάτι
    ⮡  You are besmirching our family’s name.
    Κηλιδώνεις το όνομα της οικογένειάς μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slander