βρότειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρότειος < βροτός
Επίθετο
επεξεργασίαβρότειος,ον (και βροτεία) και βρότεος,η,ον και βροτήσιος,α,ον
- ο ανθρώπινος, που έχει φύση θνητού
βρότειος,ον (και βροτεία) και βρότεος,η,ον και βροτήσιος,α,ον