ἄμβροτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄμβροτος | τὸ ἄμβροτον | οἱ, αἱ ἄμβροτοι | τὰ ἄμβροτα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀμβρότου | τοῦ ἀμβρότου | τῶν ἀμβρότων | τῶν ἀμβρότων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀμβρότῳ | τῷ ἀμβρότῳ | τοῖς, ταῖς ἀμβρότοις | τοῖς ἀμβρότοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄμβροτον | τὸ ἄμβροτον | τοὺς, τὰς ἀμβρότους | τὰ ἄμβροτα |
Κλητική | ἄμβροτε | ἄμβροτον | ἄμβροτοι | ἄμβροτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀμβρότω | |||
Γενική-Δοτική | ἀμβρότοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄμβροτος < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mr̥twós / *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)
Επίθετο
επεξεργασίαἄμβροτος, -ος, -ον
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄμβροτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄμβροτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.