Δείτε επίσης: ἡμίθεος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ημίθεος οι ημίθεοι
      γενική του ημίθεου των ημίθεων
    αιτιατική τον ημίθεο τους ημίθεους
     κλητική ημίθεε ημίθεοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημίθεος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἡμίθεος < ημί- (< αρχαία ελληνική ἡμί-) + θεός, κυριολεκτικά: μισός θεός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈmi.θe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐μί‐θε‐ος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ημίθεος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ήρωας που γεννήθηκε από την ένωση θεού με άνθρωπο
    ※  Στην ελληνική μυθολογία, ο ημίθεος Ηρακλής, γιος του Δία, εκτέλεσε 12 άθλους: μια ντουζίνα απίστευτα δύσκολες και άκρως επικίνδυνες αποστολές. (@tovima.gr)
  2. (μεταφορικά) άντρας εξαιρετικής ανδρείας ή ομορφιάς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία