ημίθεος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ημίθεος | οι | ημίθεοι |
γενική | του | ημίθεου | των | ημίθεων |
αιτιατική | τον | ημίθεο | τους | ημίθεους |
κλητική | ημίθεε | ημίθεοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ημίθεος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἡμίθεος < ημί- (< αρχαία ελληνική ἡμί-) + θεός, κυριολεκτικά: μισός θεός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈmi.θe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μί‐θε‐ος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ημίθεος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ήρωας που γεννήθηκε από την ένωση θεού με άνθρωπο
- ※ Στην ελληνική μυθολογία, ο ημίθεος Ηρακλής, γιος του Δία, εκτέλεσε 12 άθλους: μια ντουζίνα απίστευτα δύσκολες και άκρως επικίνδυνες αποστολές. (@tovima.gr)
- (μεταφορικά) άντρας εξαιρετικής ανδρείας ή ομορφιάς
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ημίθεος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ημίθεος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)