Δείτε επίσης: αμβροσία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμβροσί αἱ ἀμβροσίαι
      γενική τῆς ἀμβροσίᾱς τῶν ἀμβροσιῶν
      δοτική τῇ ἀμβροσί ταῖς ἀμβροσίαις
    αιτιατική τὴν ἀμβροσίᾱν τὰς ἀμβροσίᾱς
     κλητική ! ἀμβροσί ἀμβροσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμβροσί
γεν-δοτ τοῖν  ἀμβροσίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία