κρίνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρίνο | τα | κρίνα |
γενική | του | κρίνου | των | κρίνων |
αιτιατική | το | κρίνο | τα | κρίνα |
κλητική | κρίνο | κρίνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρί‐νο
- ομόηχο: κρίνω
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- κρίνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρίνον [1] [2] [3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρίνο ουδέτερο
- (φυτό) ποώδες διακοσμητικό φυτό του γένους Lilium, με κατάλευκα και μυρωδάτα άνθη
- ※ Πού `σαι όμορφη Αθήνα
που ανθίζανε τα κρίνα
κι οι μικρές με κρινολίνα
βγαίνανε στις γειτονιές.- Η μοντέρνα η Αθήνα, στίχοι: Ναπολέων Ελευθερίου, μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας, 1969· α΄ ερμηνεία: Δούκισσα
- άλλες μορφές: κρίνος
- ※ Πού `σαι όμορφη Αθήνα
- (λουλούδι) το λουλούδι του φυτού αυτού
- ※ Αθήνα Αθήνα
Χαρά της γης
και της αυγής
μικρό γαλάζιο κρίνο.- Αθήνα, στίχοι: Νίκος Γκάτσος, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, 1961· α΄ ερμηνεία: Στέλιος Καζαντζίδης
- ≈ συνώνυμα: κρινολούλουδο
- ※ Αθήνα Αθήνα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κρίνος (αρσενικό)
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κρινο-
κρινο-
- αγριοκρινάκι
- αγριόκρινο
- αγριόκρινος
- αμμόκρινο
- ανθόκρινο
- αφρόκρινο
- δροσόκρινο
- καλαμόκρινο
- κρινάκι
- κρινάνθι
- κρινάνθινος
- κρινάνθιστος
- κρίνανθο
- κρινανθός
- κρινάτος
- κρινένιος
- κρίνινος
- κρινογιός
- κρινοδαχτυλάτος
- κρινοδάχτυλο
- κρινοδάχτυλος, κρινοδάκτυλος
- κρινόδοντο
- κρινοειδής
- κρινοθησαυρός
- κρινοθώρητος
- κρινοθωριά
- κρινόθωρος
- κρινόκορφος
- κρινοκύμα
- κρινόλαδο
- κρινόλευκος
- κρινολουλουδάκι
- κρινολούλουδο
- κρινολύγιστος
- κρινομάγουλο
- κρινομάγουλος
- κρινομέτωπος
- κρινόμορφος
- κρινοπλασμένος
- κρινόπλαστος
- κρινοπλούμιστος
- κρινοπόδαρος
- κρινοποδαρούσα
- κρινοπόδης
- κρινοπρόσωπος
- κρινόριζα
- κρινόροδα
- κρινορόδινος
- κρινοσπαρμένος
- κρινόσπαρτος
- κρινόσταλτος
- κρινοστήθα
- κρινοστόλιστος
- κρινόστρωτος
- κρινοτράπεζος
- κρινοτράχηλος
- κρινοφιλημένος
- κρινοφτέρουγος
- κρινόφυλλο
- κρινόχαρος
- κρινοχέρι
- κρινόχερο
- κρινόχνουδο
- κρινώδης
- κρινωπός
- λιόκρινο
- μαρμαροκρινόχερο
- νεροκρινάκι
- νερόκρινο
- νερόκρινος
- ροδοκρινιά
- ροδόκρινο
- ροδόκρινος
- φεγγαρόκρινο
- φυλοκρινώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρίνο
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- κρίνο < κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακρίνο αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κρίνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κρίνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)